- φαρκτός
- -ή, -όν, Α(κατά τον Ησύχ.) βλ. φρακτός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φαρκτόν — φαρκτός masc acc sg φαρκτός neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φράζω — (I) και δωρ. τ. φράσδω και κρητ. τ. φράδδω και στους Ταραντίνους φράσσω Α 1. δείχνω, υποδεικνύω («ἐς χῶρον ὅν φράσε Κίρκη», Ομ. Οδ.) 2. φανερώνω, εκφράζομαι («ἐχθρᾷ λόγον φράσαις ἀνάγκᾳ», Πίνδ.) 3. εξηγώ, διευκρινίζω («φράσον, ἅπερ γ ἔλεξας», Σοφ … Dictionary of Greek
φρακτός — ή, ό / φρακτός, ή, όν, ΝΜΑ, και φραχτός Ν, και κατά τον Ησύχ. φαρκτός Α νεοελλ. 1. κλεισμένος με φράγμα, περιφραγμένος 2. αυτός που μπορεί να περιφραχθεί 3. το θηλ. ως ουσ. βλ. φρακτή 4. το ουδ. ως ουσ. το φρακτό περιφραγμένο κτήμα μσν. αρχ.… … Dictionary of Greek